κοσκινίζω — thrash pres subj act 1st sg κοσκινίζω thrash pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσκινίζω — κοσκινίζω, κοσκίνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοσκινίζω — και κοσκινάω κοσκίνισα, κοσκινίστηκα, κοσκινισμένος 1. καθαρίζω κάτι με το κόσκινο, κρησαρίζω. 2. εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεκοσκινισμένα — κοσκινίζω thrash perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκοσκινισμένᾱ , κοσκινίζω thrash perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκοσκινισμένᾱ , κοσκινίζω thrash perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοσκινισμένον — κοσκινίζω thrash perf part mp masc acc sg κοσκινίζω thrash perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοσκινισμένων — κοσκινίζω thrash perf part mp fem gen pl κοσκινίζω thrash perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσκινιζομένων — κοσκινίζω thrash pres part mp fem gen pl κοσκινίζω thrash pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσκινισθέντα — κοσκινίζω thrash aor part pass neut nom/voc/acc pl κοσκινίζω thrash aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσκινίζει — κοσκινίζω thrash pres ind mp 2nd sg κοσκινίζω thrash pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσκινίσαι — κοσκινίζω thrash aor inf act κοσκινίσαῑ , κοσκινίζω thrash aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)